ξεγέλασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεγέλασμα τα ξεγελάσματα
      γενική του ξεγελάσματος των ξεγελασμάτων
    αιτιατική το ξεγέλασμα τα ξεγελάσματα
     κλητική ξεγέλασμα ξεγελάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεγέλασμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ξεγέλασμα ουδέτερο

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεγελώ

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.