αγέλαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγέλαστος | η | αγέλαστη | το | αγέλαστο |
| γενική | του | αγέλαστου | της | αγέλαστης | του | αγέλαστου |
| αιτιατική | τον | αγέλαστο | την | αγέλαστη | το | αγέλαστο |
| κλητική | αγέλαστε | αγέλαστη | αγέλαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγέλαστοι | οι | αγέλαστες | τα | αγέλαστα |
| γενική | των | αγέλαστων | των | αγέλαστων | των | αγέλαστων |
| αιτιατική | τους | αγέλαστους | τις | αγέλαστες | τα | αγέλαστα |
| κλητική | αγέλαστοι | αγέλαστες | αγέλαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγέλαστος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγέλαστος < ἀ- (στερητικό) + γελῶ (γελασ- + τός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈʝe.la.stos/
Επίθετο
αγέλαστος, -η, -ο
- αυτός που δε γελάει, ο ανέκφραστος
- αυτός που δεν μπορείς να τον «γελάσεις», να τον εξαπατήσεις
- παλαιό ομαδικό παιχνίδι
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.