διακωμωδώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διακωμωδώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διακωμῳδῶ, συνηρημένος τύπος του διακωμῳδέω < διά + κωμῳδέω / κωμῳδῶ < κωμῳδία < κῶμος + ᾠδή
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯a.ko.moˈðo/ & /ðʝa.ko.moˈðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐κω‐μω‐δώ / δια‐κω‐μω‐δώ
Ρήμα
διακωμωδώ, αόρ.: διακωμώδησα, παθ.φωνή: διακωμωδούμαι, π.αόρ.: διακωμωδήθηκα, μτχ.π.π.: διακωμωδημένος
- παρουσιάζω κάτι σοβαρό με κωμικό τρόπο, με σκοπό να καυτηριάσω ή να προβάλλω κάποιο πρόβλημα
- (συνεκδοχικά) γελοιοποιώ, κοροϊδεύω, χλευάζω
Συγγενικά
- διακωμωδημένος
- διακωμώδηση
- → δείτε τις λέξεις διά, κωμωδία, κώμος και ωδή
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διακωμωδώ | διακωμωδούσα | θα διακωμωδώ | να διακωμωδώ | διακωμωδώντας | |
| β' ενικ. | διακωμωδείς | διακωμωδούσες | θα διακωμωδείς | να διακωμωδείς | ||
| γ' ενικ. | διακωμωδεί | διακωμωδούσε | θα διακωμωδεί | να διακωμωδεί | ||
| α' πληθ. | διακωμωδούμε | διακωμωδούσαμε | θα διακωμωδούμε | να διακωμωδούμε | ||
| β' πληθ. | διακωμωδείτε | διακωμωδούσατε | θα διακωμωδείτε | να διακωμωδείτε | διακωμωδείτε | |
| γ' πληθ. | διακωμωδούν(ε) | διακωμωδούσαν(ε) | θα διακωμωδούν(ε) | να διακωμωδούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διακωμώδησα | θα διακωμωδήσω | να διακωμωδήσω | διακωμωδήσει | ||
| β' ενικ. | διακωμώδησες | θα διακωμωδήσεις | να διακωμωδήσεις | διακωμώδησε | ||
| γ' ενικ. | διακωμώδησε | θα διακωμωδήσει | να διακωμωδήσει | |||
| α' πληθ. | διακωμωδήσαμε | θα διακωμωδήσουμε | να διακωμωδήσουμε | |||
| β' πληθ. | διακωμωδήσατε | θα διακωμωδήσετε | να διακωμωδήσετε | διακωμωδήστε | ||
| γ' πληθ. | διακωμώδησαν διακωμωδήσαν(ε) |
θα διακωμωδήσουν(ε) | να διακωμωδήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διακωμωδήσει | είχα διακωμωδήσει | θα έχω διακωμωδήσει | να έχω διακωμωδήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διακωμωδήσει | είχες διακωμωδήσει | θα έχεις διακωμωδήσει | να έχεις διακωμωδήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει διακωμωδήσει | είχε διακωμωδήσει | θα έχει διακωμωδήσει | να έχει διακωμωδήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διακωμωδήσει | είχαμε διακωμωδήσει | θα έχουμε διακωμωδήσει | να έχουμε διακωμωδήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διακωμωδήσει | είχατε διακωμωδήσει | θα έχετε διακωμωδήσει | να έχετε διακωμωδήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διακωμωδήσει | είχαν διακωμωδήσει | θα έχουν διακωμωδήσει | να έχουν διακωμωδήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διακωμωδούμαι | διακωμωδούμουν | θα διακωμωδούμαι | να διακωμωδούμαι | ||
| β' ενικ. | διακωμωδείσαι | διακωμωδούσουν | θα διακωμωδείσαι | να διακωμωδείσαι | ||
| γ' ενικ. | διακωμωδείται | διακωμωδούνταν | θα διακωμωδείται | να διακωμωδείται | ||
| α' πληθ. | διακωμωδούμαστε | διακωμωδούμασταν διακωμωδούμαστε |
θα διακωμωδούμαστε | να διακωμωδούμαστε | ||
| β' πληθ. | διακωμωδείστε | διακωμωδούσασταν διακωμωδούσαστε |
θα διακωμωδείστε | να διακωμωδείστε | διακωμωδείστε | |
| γ' πληθ. | διακωμωδούνται | διακωμωδούνταν | θα διακωμωδούνται | να διακωμωδούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διακωμωδήθηκα | θα διακωμωδηθώ | να διακωμωδηθώ | διακωμωδηθεί | ||
| β' ενικ. | διακωμωδήθηκες | θα διακωμωδηθείς | να διακωμωδηθείς | διακωμωδήσου | ||
| γ' ενικ. | διακωμωδήθηκε | θα διακωμωδηθεί | να διακωμωδηθεί | |||
| α' πληθ. | διακωμωδηθήκαμε | θα διακωμωδηθούμε | να διακωμωδηθούμε | |||
| β' πληθ. | διακωμωδηθήκατε | θα διακωμωδηθείτε | να διακωμωδηθείτε | διακωμωδηθείτε | ||
| γ' πληθ. | διακωμωδήθηκαν διακωμωδηθήκαν(ε) |
θα διακωμωδηθούν(ε) | να διακωμωδηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διακωμωδηθεί | είχα διακωμωδηθεί | θα έχω διακωμωδηθεί | να έχω διακωμωδηθεί | διακωμωδημένος | |
| β' ενικ. | έχεις διακωμωδηθεί | είχες διακωμωδηθεί | θα έχεις διακωμωδηθεί | να έχεις διακωμωδηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διακωμωδηθεί | είχε διακωμωδηθεί | θα έχει διακωμωδηθεί | να έχει διακωμωδηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διακωμωδηθεί | είχαμε διακωμωδηθεί | θα έχουμε διακωμωδηθεί | να έχουμε διακωμωδηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διακωμωδηθεί | είχατε διακωμωδηθεί | θα έχετε διακωμωδηθεί | να έχετε διακωμωδηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διακωμωδηθεί | είχαν διακωμωδηθεί | θα έχουν διακωμωδηθεί | να έχουν διακωμωδηθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διακωμωδημένος - είμαστε, είστε, είναι διακωμωδημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διακωμωδημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διακωμωδημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διακωμωδημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διακωμωδημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διακωμωδημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διακωμωδημένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.