γλαυκός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλαυκός η γλαυκή το γλαυκό
      γενική του γλαυκού της γλαυκής του γλαυκού
    αιτιατική τον γλαυκό τη γλαυκή το γλαυκό
     κλητική γλαυκέ γλαυκή γλαυκό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλαυκοί οι γλαυκές τα γλαυκά
      γενική των γλαυκών των γλαυκών των γλαυκών
    αιτιατική τους γλαυκούς τις γλαυκές τα γλαυκά
     κλητική γλαυκοί γλαυκές γλαυκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γλαυκός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γλαυκός

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣlafˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλαυκός

Επίθετο

γλαυκός, -ή, -ό

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
γλαυκ- 

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. γλαύκα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

γλαυκή σελήνη

Ετυμολογία

γλαυκός < ίσως από ρήμα γλαύσσω ή γλαύκιω που μπορεί να υπήρξε  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

λείπει η κλίση

Επίθετο

γλαυκός, -ή, όν

  1. αστραφτερός, λαμπερός, σαν ασήμι, ίσως το φωτεινό γκρί του ασημιού ή το λευκό που αστράφτει και μοιάζει με το ασήμι
    γλαυκή σελήνη
    γλαυκὴ δέ σε τίκτε θάλασσα
  2. (χρώμα) γαλαζοπράσινος, γκριζογάλανος
    γλαυκὴ δέ σε τίκτε θάλασσα (Ομηρος)
  3. (χρώμα) γκριζοπράσινος όπως η ελιά
    γλαυκᾶς παιδοτρόφου φύλλον ἐλαίας
    γλαυκᾶς παιδοτρόφου φύλλον ἐλαίας
  4. (χρώμα) γαλάζιο
      λαμπρῷ δὲ λευκὸν συνελθὸν καὶ εἰς μέλαν κατακορὲς ἐμπεσὸν κυανοῦν χρῶμα ἀποτελεῖται, κυανοῦ δὲ λευκῷ κεραννυμένου γλαυκόν, πυρροῦ δὲ μέλανι πράσιον. (ΠλατωνΤιμαίος 68)
    άμα αναμιχθεί το λαμπρό <ίσως ήταν μια απόχρωση του μπλε> με το λευκό και μετά κάποιος το βάλει σε μαύρο, σχηματίζεται το κυανό, και αν στο κυανό αναμίξει κάποιος λευκό, έχει το γαλάζιο,κι αν στο πυρρό βάλει μαύρο, έχει πράσινο
  5. γαλανομάτης
      Βουδῖνοι δὲ ἔθνος ἐὸν μέγα καὶ πολλὸν γλαυκόν τε πᾶν ἰσχυρῶς ἐστι καὶ πυρρόν (για τους Σκύθες ο Ηρόδοτος, γαλανομάτηδες και ξανθοκοκκινοτρίχηδες)

Παράγωγα

 ετυμολογικό πεδίο 
γλαυκ- 

Αναφορές

  1. γλαύκα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.