βόσκω
Νέα ελληνικά (el)

Κοπάδι που βόσκει.

Τρία άτομα πηγαίνουν να βοσκήσουν το κοπάδι τους.
Ετυμολογία
- βόσκω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βόσκω
Ρήμα
βόσκω, πρτ.: έβοσκα, αόρ.: βόσκησα, παθ.φωνή: βόσκομαι, π.αόρ.: βοσκήθηκα, μτχ.π.π.: βοσκημένος
- (για ζώα) τρώω χορτάρι σε λιβάδι
- μαζεύω και πηγαίνω τα ζώα (αγελάδες και πρόβατα συνήθως) για να φάνε (χορτάρι)
Εκφράσεις
- Πού βόσκεις;: Πού βρίσκεσαι;
Κλίση
Σημείωση: Οι συνοπτικοί και συντελεσμένοι χρόνοι, όπως και στο βοσκάω/βοσκώ
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βόσκω | έβοσκα | θα βόσκω | να βόσκω | βόσκοντας | |
| β' ενικ. | βόσκεις | έβοσκες | θα βόσκεις | να βόσκεις | βόσκε | |
| γ' ενικ. | βόσκει | έβοσκε | θα βόσκει | να βόσκει | ||
| α' πληθ. | βόσκουμε | βόσκαμε | θα βόσκουμε | να βόσκουμε | ||
| β' πληθ. | βόσκετε | βόσκατε | θα βόσκετε | να βόσκετε | βόσκετε | |
| γ' πληθ. | βόσκουν(ε) | έβοσκαν βόσκαν(ε) |
θα βόσκουν(ε) | να βόσκουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | έβόσκησα | θα βόσκησω | να βόσκησω | βόσκησει | ||
| β' ενικ. | έβόσκησες | θα βόσκησεις | να βόσκησεις | βόσκησε | ||
| γ' ενικ. | έβόσκησε | θα βόσκησει | να βόσκησει | |||
| α' πληθ. | βόσκησαμε | θα βόσκησουμε | να βόσκησουμε | |||
| β' πληθ. | βόσκησατε | θα βόσκησετε | να βόσκησετε | βόσκηστε | ||
| γ' πληθ. | έβόσκησαν βόσκησαν(ε) |
θα βόσκησουν(ε) | να βόσκησουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βόσκησει | είχα βόσκησει | θα έχω βόσκησει | να έχω βόσκησει | ||
| β' ενικ. | έχεις βόσκησει | είχες βόσκησει | θα έχεις βόσκησει | να έχεις βόσκησει | ||
| γ' ενικ. | έχει βόσκησει | είχε βόσκησει | θα έχει βόσκησει | να έχει βόσκησει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βόσκησει | είχαμε βόσκησει | θα έχουμε βόσκησει | να έχουμε βόσκησει | ||
| β' πληθ. | έχετε βόσκησει | είχατε βόσκησει | θα έχετε βόσκησει | να έχετε βόσκησει | ||
| γ' πληθ. | έχουν βόσκησει | είχαν βόσκησει | θα έχουν βόσκησει | να έχουν βόσκησει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βόσκομαι | βοσκόμουν(α) | θα βόσκομαι | να βόσκομαι | ||
| β' ενικ. | βόσκεσαι | βοσκόσουν(α) | θα βόσκεσαι | να βόσκεσαι | ||
| γ' ενικ. | βόσκεται | βοσκόταν(ε) | θα βόσκεται | να βόσκεται | ||
| α' πληθ. | βοσκόμαστε | βοσκόμαστε βοσκόμασταν |
θα βοσκόμαστε | να βοσκόμαστε | ||
| β' πληθ. | βόσκεστε | βοσκόσαστε βοσκόσασταν |
θα βόσκεστε | να βόσκεστε | βόσκεστε | |
| γ' πληθ. | βόσκονται | βόσκονταν βοσκόντουσαν |
θα βόσκονται | να βόσκονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βοσκήθηκα | θα βοσκηθώ | να βοσκηθώ | βοσκηθεί | ||
| β' ενικ. | βοσκήθηκες | θα βοσκηθείς | να βοσκηθείς | βοσκήσου | ||
| γ' ενικ. | βοσκήθηκε | θα βοσκηθεί | να βοσκηθεί | |||
| α' πληθ. | βοσκηθήκαμε | θα βοσκηθούμε | να βοσκηθούμε | |||
| β' πληθ. | βοσκηθήκατε | θα βοσκηθείτε | να βοσκηθείτε | βοσκηθείτε | ||
| γ' πληθ. | βοσκήθηκαν βοσκηθήκαν(ε) |
θα βοσκηθούν(ε) | να βοσκηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω βοσκηθεί | είχα βοσκηθεί | θα έχω βοσκηθεί | να έχω βοσκηθεί | βοσκημένος | |
| β' ενικ. | έχεις βοσκηθεί | είχες βοσκηθεί | θα έχεις βοσκηθεί | να έχεις βοσκηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει βοσκηθεί | είχε βοσκηθεί | θα έχει βοσκηθεί | να έχει βοσκηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε βοσκηθεί | είχαμε βοσκηθεί | θα έχουμε βοσκηθεί | να έχουμε βοσκηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε βοσκηθεί | είχατε βοσκηθεί | θα έχετε βοσκηθεί | να έχετε βοσκηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν βοσκηθεί | είχαν βοσκηθεί | θα έχουν βοσκηθεί | να έχουν βοσκηθεί | ||
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- βόσκω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
βόσκω
- (για βοσκούς) εκτρέφω, φυλάω, φροντίζω ζώα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 102 (στίχοι 100-102)
- δώδεκ᾽ ἐν ἠπείρῳ ἀγέλαι· τόσα πώεα οἰῶν, | τόσσα συῶν συβόσια, τόσ᾽ αἰπόλια πλατέ᾽ αἰγῶν | βόσκουσι ξεῖνοί τε καὶ αὐτοῦ βώτορες ἄνδρες.
- αντίκρυ στη στεριά είκοσι ποίμνες βόδια· τόσα κοπάδια | και με πρόβατα, τόσα με χοίρους, τόσα με σκορπισμένες γίδες — | τα βόσκουν πέρα οι ξένοι ή και βοσκοί δικοί μας, ντόπιοι.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- δώδεκ᾽ ἐν ἠπείρῳ ἀγέλαι· τόσα πώεα οἰῶν, | τόσσα συῶν συβόσια, τόσ᾽ αἰπόλια πλατέ᾽ αἰγῶν | βόσκουσι ξεῖνοί τε καὶ αὐτοῦ βώτορες ἄνδρες.
- ≈ συνώνυμα: βουκολέω, βοτέω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 102 (στίχοι 100-102)
- (γενικότερα) (για το έδαφος, τη γη, δούλους, ανθρώπους) εκτρέφω, θρέφω, συντηρώ, ενισχύω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 559 (στίχοι 558-559)
- σῖτον δὲ καὶ αἰτίζων κατὰ δῆμον | γαστέρα βοσκήσεις· δώσει δέ τοι ὅς κ᾽ ἐθέλῃσι.»
- γιατί ψωμί μπορείς να ζητιανέψεις, | για να βοσκήσεις την κοιλιά σου, και στη χώρα — όλο και κάτι κάποιος θα καταδεχτεί και θα σου δώσει.»
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- σῖτον δὲ καὶ αἰτίζων κατὰ δῆμον | γαστέρα βοσκήσεις· δώσει δέ τοι ὅς κ᾽ ἐθέλῃσι.»
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 325 (στίχοι 325-326)
- καί νύ κεν ἐς δεκάτην γενεὴν ἕτερόν γ᾽ ἔτι βόσκοι· | τόσσα οἱ ἐν μεγάροις κειμήλια κεῖτο ἄνακτος.
- τόσα αγαθά που θα ᾽φταναν να θρέψουνε δέκα γενιές — | σκεύη πολύτιμα έβλεπες να στέκουν στο βασιλικό παλάτι.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- καί νύ κεν ἐς δεκάτην γενεὴν ἕτερόν γ᾽ ἔτι βόσκοι· | τόσσα οἱ ἐν μεγάροις κειμήλια κεῖτο ἄνακτος.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 12 (μ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Σειρῆνας, Σκύλλαν, Χάρυβδιν, βόας Ἡλίου.), στίχ. 97 (στίχοι 94-97)
- ἔξω δ᾽ ἐξίσχει κεφαλὰς δεινοῖο βερέθρου, | αὐτοῦ δ᾽ ἰχθυάᾳ, σκόπελον περιμαιμώωσα, | δελφῖνάς τε κύνας τε καὶ εἴ ποθι μεῖζον ἕλῃσι | κῆτος, ἃ μυρία βόσκει ἀγάστονος Ἀμφιτρίτη.
- προβάλλει απέξω τα κεφάλια της σ᾽ αυτό το βάραθρο, | κι έτσι ψαρεύει λαίμαργα, ψάχνοντας γύρω από τον βράχο, | δελφίνια και σκυλόψαρα, όταν δεν πιάνει | κάποιο κήτος μεγαλύτερο, από τα τόσα που ανατρέφει η Αμφιτρίτη άγρια στενάζοντας.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἔξω δ᾽ ἐξίσχει κεφαλὰς δεινοῖο βερέθρου, | αὐτοῦ δ᾽ ἰχθυάᾳ, σκόπελον περιμαιμώωσα, | δελφῖνάς τε κύνας τε καὶ εἴ ποθι μεῖζον ἕλῃσι | κῆτος, ἃ μυρία βόσκει ἀγάστονος Ἀμφιτρίτη.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Λυσιαστράτη, στίχ. 1204 (1204-1205)
- βόσκει δ᾽ οἰκέτας καὶ | σμικρὰ πολλὰ παιδία,
- κι έχει στόματα να θρέψει, | σκλάβους και μικρά παιδάκια,
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- βόσκει δ᾽ οἰκέτας καὶ | σμικρὰ πολλὰ παιδία,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 559 (στίχοι 558-559)
- (για στρατιώτες) διατηρώ
- (για παιδιά) αναθρέφω
- (ελληνιστική σημασία) διοικώ, διαχειρίζομαι
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιά Διαθήκη,Βασιλειών Γ', 12.16, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα
- νῦν βόσκε τὸν οἶκόν σου, Δαυίδ.
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιά Διαθήκη,Βασιλειών Γ', 12.16, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα
- (στην παθητική φωνή) (μεταφορικά) ζω σε βάρος κάποιου άλλου
- (στην παθητική φωνή) (μεταφορικά) οργιάζω σε κάτι, αποχαλινώνομαι
- (στην παθητική φωνή) (κυριολεκτικά) και (μεταφορικά) τρέφομαι με κάτι
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 244
- τούτῳ γὰρ Ἄρης βόσκεται, φόνῳ βροτῶν.
- κι ο Άρης μ᾽ αυτά ᾽ναι που μεθά, μ᾽ ανθρώπινο αίμα.
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- τούτῳ γὰρ Ἄρης βόσκεται, φόνῳ βροτῶν.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 26
- δι᾽ αἰῶνος δ᾽ ἰυγμοῖσι βόσκεται κέαρ.
- κι όσο για θρήνους, βόσκομαι μ᾽ αυτούς καθημερνά!
- Μετάφραση, 1η έκδοση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- κι η καρδία μου τρέφεται με θρήνους αιώνια.
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- δι᾽ αἰῶνος δ᾽ ἰυγμοῖσι βόσκεται κέαρ.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ καρδίης, (De corde), κεφ. 11, p.v.9.p.90 @scaife.perseus
- ἡ γὰρ μεγάλη ἀρτηρίη βόσκεται τὴν γαστέρα καὶ τὰ ἔντερα, καὶ γέμει τροφῆς οὐχ ἡγεμονικῆς.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Βάκχαι, στίχ. 617 (616-617)
- ταῦτα καὶ καθύβρισ᾽ αὐτόν, ὅτι με δεσμεύειν δοκῶν | οὔτ᾽ ἔθιγεν οὔθ᾽ ἥψαθ᾽ ἡμῶν, ἐλπίσιν δ᾽ ἐβόσκετο.
- Εδώ ακριβώς τον εταπείνωσα. Νόμιζε πως με δένει, | όμως ούτε μ᾽ άγγιξε ούτε μ᾽ έπιασε —τον έτρεφε η μάταιη ελπίδα.
- Μετάφραση χ.χ.: Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- ταῦτα καὶ καθύβρισ᾽ αὐτόν, ὅτι με δεσμεύειν δοκῶν | οὔτ᾽ ἔθιγεν οὔθ᾽ ἥψαθ᾽ ἡμῶν, ἐλπίσιν δ᾽ ἐβόσκετο.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία
- ἀλλὰ βοσκημάτων δίκην κάτω ἀεὶ βλέποντες καὶ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας βόσκονται χορταζόμενοι καὶ ὀχεύοντες,
- αλλά πάντα βλέποντας προς τα κάτω, σαν ζώα, και σκυμμένοι στη γη και σε τραπέζια βόσκουν χορταίνοντας την κοιλιά τους και τις σαρκικές τους επιθυμίες,
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- ἀλλὰ βοσκημάτων δίκην κάτω ἀεὶ βλέποντες καὶ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας βόσκονται χορταζόμενοι καὶ ὀχεύοντες,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 244
- (στη μέση και παθητική φωνή) (για βοοειδή, πρόβατα, κλπ) εκτρέφομαι, βόσκομαι, βόσκω
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 93.1
- ἔστι ἐν τῇ Ἀπολλωνίῃ ταύτῃ ἱρὰ ἡλίου πρόβατα, τὰ τὰς μὲν ἡμέρας βόσκεται παρὰ ποταμόν,
- Σ᾽ αυτή την Απολλωνία υπάρχουν ιερά κοπάδια του Ηλίου, που τη μέρα βόσκουν στις όχθες ποταμού,
- Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἔστι ἐν τῇ Ἀπολλωνίῃ ταύτῃ ἱρὰ ἡλίου πρόβατα, τὰ τὰς μὲν ἡμέρας βόσκεται παρὰ ποταμόν,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 93.1
- (στη μέση και παθητική φωνή) (μεταφορικά) συντηρώ, διατηρώ, αυξάνω, μεγαλώνω, ανατρέφω
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Τραχίνιαι, στίχ. 144 (144-146)
- τὸ γὰρ νεάζον ἐν τοιοῖσδε βόσκεται | χώροισιν αὑτοῦ, καί νιν οὐ θάλπος θεοῦ, | οὐδ᾽ ὄμβρος, οὐδὲ πνευμάτων οὐδὲν κλονεῖ,
- γιατ᾽ η νιότη στα δικά της που βόσκει τα λημέρια, | δεν την ταράζουν μήτε του ήλιου κάμα, | μήτε οι βροχές, μήτε του ανέμου οι μπόρες,
- Μετάφραση χ.χ.: Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- τὸ γὰρ νεάζον ἐν τοιοῖσδε βόσκεται | χώροισιν αὑτοῦ, καί νιν οὐ θάλπος θεοῦ, | οὐδ᾽ ὄμβρος, οὐδὲ πνευμάτων οὐδὲν κλονεῖ,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Φοίνισσαι, 400 @scaife.perseus
- πόθεν δʼ ἐβόσκου, πρὶν γάμοις εὑρεῖν βίον;
- πώς συντηριόσουν, πριν βρεις τα προς το ζην στον γάμο;
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- πόθεν δʼ ἐβόσκου, πρὶν γάμοις εὑρεῖν βίον;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Τραχίνιαι, στίχ. 144 (144-146)
- επικός τύπος : παρατ. γ' ενικ. βόσκε
- ποιητικός τύπος: παρατ. παθητική φωνή γ' πληθ. βόσκοντο
- ιωνικός τύπος : παρατ. παθητική φωνή γ' πληθ. βοσκέσκοντο
- δωρικός τύπος : βοσκοῦμαι
- δωρικός τύπος : μελλ. βοσκησεῦμαι, βοσκησοῦμαι
- ποιητικός τύπος: (μέση φωνή) μέλλ. β' πληθ. βώσεσθε αντί για βιώσεσθε
Συγγενικά
βοσκ-
- ἀβοσκής
- ἀβόσκητος
- αἰγοβοσκός
- αἰλουροβοσκός
- αἰθεριβόσκας
- ἀμφιβόσκομαι
- ἀνθοβοσκός
- ἀντιπορνόβοσκος
- ἀποβοσκέω
- ἀποβόσκομαι
- ἀρηνοβοσκός
- βοοβοσκός
- βοσκάδιος
- βοσκάς
- βοσκεών
- βοσκή
- βόσκημα
- βοσκηματώδης
- βόσκησις
- βοσκητέον
- βοσκητέος
- βοσκήτωρ
- βοσκός
- διαβόσκω
- εἰβιοβοσκός
- ἐκβόσκω
- ἐλαφόβοσκον
- ἐμβόσκομαι
- ἐπιβόσκησις
- ἐπιβοσκίς
- ἐπιβόσκομαι
- ἐρρηνοβοσκός
- γηροβοσκέω
- γηροβοσκία
- γηροβοσκός
- ἰβιοβοσκός
- ἱερακοβοσκός
- ἱπποβοσκός
- καμηλοβοσκός
- καταβόσκησις
- καταβόσκω
- κροκοδιλοβοσκός
- κυνοβοσκός
- λωτοβοσκός
- μηλοβοσκός
- ὀρνιθοβοσκεῖον
- παιδοβοσκός
- παραβόσκω
- περιβόσκομαι
- περιβόσκω
- πολύβοσκος
- πορνοβοσκεῖον
- πορνοβοσκέω
- πορνοβοσκία
- πορνοβοσκός
- προβόσκημα
- προβοσκίς
- προβοσκός
- συμβόσκομαι
- συναναβόσκομαι
- συνεκβόσκομαι
- συοβόσκης
- συοβόσκιον
- συοβοσκός
- ὑοβοσκός
- ὑποβόσκομαι
- χειροβοσκός
- χηνοβοσκικός
- χηνοβόσκιον
- χηνοβοσκός
- χιονόβοσκος
- χοιροβοσκός
βοτ-
βωτ-
Πηγές
- βόσκω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βόσκω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.