βοσκημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βοσκημένος η βοσκημένη το βοσκημένο
      γενική του βοσκημένου της βοσκημένης του βοσκημένου
    αιτιατική τον βοσκημένο τη βοσκημένη το βοσκημένο
     κλητική βοσκημένε βοσκημένη βοσκημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βοσκημένοι οι βοσκημένες τα βοσκημένα
      γενική των βοσκημένων των βοσκημένων των βοσκημένων
    αιτιατική τους βοσκημένους τις βοσκημένες τα βοσκημένα
     κλητική βοσκημένοι βοσκημένες βοσκημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

βοσκημένος




Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.