μεγαλώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μεγαλώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μεγαλώνω < μεγάλ(ος) + -ώνω
Συγκρίνετε με το αρχαίο μεγαλύνω.

Προφορά

ΔΦΑ : /me.ɣaˈlo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεγαλώνω

Ρήμα

μεγαλώνω, αόρ.: μεγάλωσα, μτχ.π.π.: μεγαλωμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (μεταβατικό)
    1. (μεταβατικό) κάνω κάτι μεγαλύτερο ως προς το μέγεθος
    2. (μεταβατικό) ανατρέφω ένα παιδί
      Έχει τρία παιδιά να μεγαλώσει.
    3. (μεταβατικό) κάνω κάποιον να δείχνει μεγαλύτερος σε ηλικία από όσο πραγματικά είναι
      Αυτά τα ρούχα σε μεγαλώνουν.
  2. (αμετάβατο)
    1. (αμετάβατο) γίνομαι μεγαλύτερος ως προς το μέγεθος
      Η Μαρία μπήκε στον πέμπτο μήνα της εγκυμοσύνης και μεγάλωσε αρκετά η κοιλιά της.
      μεγαλώνουν τα γένια μου
    2. (αμετάβατο) γίνομαι μεγαλύτερος στην ηλικία
      Νοστάλγησε τη γειτονιά όπου μεγάλωσε
       συνώνυμα:  ωριμάζω, ανδρώνομαι, ενηλικιώνομαι, γερνάω και γερνώ

Συνώνυμα

Συνώνυμα ή κοντινή σημασία:

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη μεγάλος & μέγας

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

μεγαλώνω < μεγάλ(ος) + -ώνω
Συγκρίνετε με μεγαλύνω, μεγαλαίνω

Ρήμα

μεγαλώνω και με παθητικούς τύπους

  1. (μεταβατικό & αμετάβατο) σημασίες όπως και στο νεοελληνικό μεγαλώνω
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) μεγαλώνω στην ηλικία
    και παθητικός τύπος, όπως ἐμεγαλώθην
  3. (μεταβατικό) κάνω κάτι σπουδαίο
  4. (μεταβατικό) προσδίδω μεγαλείο
  5. (αμετάβατο) γίνομαι σπουδαίος

Ρηματικοί τύποι

Παράγωγα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη μεγάλος & μέγας

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.