ἀγροβότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀγροβότης < ἀγρός και βόσκω

Ουσιαστικό

ἀγροβότης αρσενικό ( & δωρικός τύπος ἄγροας )

  1. (επάγγελμα) ο κτηνοτρόφος
    ἀλλ᾽ ἔντοπος ἁνήρ, οὐ μολπὰν σύριγγος ἔχων, ὡς ποιμὴν ἀγροβότας, ἀλλ᾽ ἤ που πταίων ὑπ᾽ ἀνάγκας βοᾷ...
  2. που ζει στην επαρχία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.