ἀγροβότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
ἀγροβότης αρσενικό ( & δωρικός τύπος ἄγροας )
- (επάγγελμα) ο κτηνοτρόφος
- ἀλλ᾽ ἔντοπος ἁνήρ, οὐ μολπὰν σύριγγος ἔχων, ὡς ποιμὴν ἀγροβότας, ἀλλ᾽ ἤ που πταίων ὑπ᾽ ἀνάγκας βοᾷ...
- που ζει στην επαρχία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.