διατηρώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διατηρώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διατηρῶ, συνηρμένος τύπος του διατηρέω < δια- + τηρέω / τηρῶ (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική conserver & από την αγγλική preserve) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯a.tiˈɾo/ & /ðʝa.tiˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐τη‐ρώ
Ρήμα
διατηρώ, αόρ.: διατήρησα, παθ.φωνή: διατηρούμαι, π.αόρ.: διατηρήθηκα, μτχ.π.π.: διατηρημένος
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διατηρώ | διατηρούσα | θα διατηρώ | να διατηρώ | διατηρώντας | |
| β' ενικ. | διατηρείς | διατηρούσες | θα διατηρείς | να διατηρείς | ||
| γ' ενικ. | διατηρεί | διατηρούσε | θα διατηρεί | να διατηρεί | ||
| α' πληθ. | διατηρούμε | διατηρούσαμε | θα διατηρούμε | να διατηρούμε | ||
| β' πληθ. | διατηρείτε | διατηρούσατε | θα διατηρείτε | να διατηρείτε | διατηρείτε | |
| γ' πληθ. | διατηρούν(ε) | διατηρούσαν(ε) | θα διατηρούν(ε) | να διατηρούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διατήρησα | θα διατηρήσω | να διατηρήσω | διατηρήσει | ||
| β' ενικ. | διατήρησες | θα διατηρήσεις | να διατηρήσεις | διατήρησε | ||
| γ' ενικ. | διατήρησε | θα διατηρήσει | να διατηρήσει | |||
| α' πληθ. | διατηρήσαμε | θα διατηρήσουμε | να διατηρήσουμε | |||
| β' πληθ. | διατηρήσατε | θα διατηρήσετε | να διατηρήσετε | διατηρήστε | ||
| γ' πληθ. | διατήρησαν διατηρήσαν(ε) |
θα διατηρήσουν(ε) | να διατηρήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διατηρήσει | είχα διατηρήσει | θα έχω διατηρήσει | να έχω διατηρήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διατηρήσει | είχες διατηρήσει | θα έχεις διατηρήσει | να έχεις διατηρήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει διατηρήσει | είχε διατηρήσει | θα έχει διατηρήσει | να έχει διατηρήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διατηρήσει | είχαμε διατηρήσει | θα έχουμε διατηρήσει | να έχουμε διατηρήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διατηρήσει | είχατε διατηρήσει | θα έχετε διατηρήσει | να έχετε διατηρήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διατηρήσει | είχαν διατηρήσει | θα έχουν διατηρήσει | να έχουν διατηρήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διατηρούμαι | διατηρούμουν | θα διατηρούμαι | να διατηρούμαι | ||
| β' ενικ. | διατηρείσαι | διατηρούσουν | θα διατηρείσαι | να διατηρείσαι | ||
| γ' ενικ. | διατηρείται | διατηρούνταν | θα διατηρείται | να διατηρείται | ||
| α' πληθ. | διατηρούμαστε | διατηρούμασταν διατηρούμαστε |
θα διατηρούμαστε | να διατηρούμαστε | ||
| β' πληθ. | διατηρείστε | διατηρούσασταν διατηρούσαστε |
θα διατηρείστε | να διατηρείστε | διατηρείστε | |
| γ' πληθ. | διατηρούνται | διατηρούνταν | θα διατηρούνται | να διατηρούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διατηρήθηκα | θα διατηρηθώ | να διατηρηθώ | διατηρηθεί | ||
| β' ενικ. | διατηρήθηκες | θα διατηρηθείς | να διατηρηθείς | διατηρήσου | ||
| γ' ενικ. | διατηρήθηκε | θα διατηρηθεί | να διατηρηθεί | |||
| α' πληθ. | διατηρηθήκαμε | θα διατηρηθούμε | να διατηρηθούμε | |||
| β' πληθ. | διατηρηθήκατε | θα διατηρηθείτε | να διατηρηθείτε | διατηρηθείτε | ||
| γ' πληθ. | διατηρήθηκαν διατηρηθήκαν(ε) |
θα διατηρηθούν(ε) | να διατηρηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διατηρηθεί | είχα διατηρηθεί | θα έχω διατηρηθεί | να έχω διατηρηθεί | διατηρημένος | |
| β' ενικ. | έχεις διατηρηθεί | είχες διατηρηθεί | θα έχεις διατηρηθεί | να έχεις διατηρηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διατηρηθεί | είχε διατηρηθεί | θα έχει διατηρηθεί | να έχει διατηρηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διατηρηθεί | είχαμε διατηρηθεί | θα έχουμε διατηρηθεί | να έχουμε διατηρηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διατηρηθεί | είχατε διατηρηθεί | θα έχετε διατηρηθεί | να έχετε διατηρηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διατηρηθεί | είχαν διατηρηθεί | θα έχουν διατηρηθεί | να έχουν διατηρηθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διατηρημένος - είμαστε, είστε, είναι διατηρημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διατηρημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διατηρημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διατηρημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διατηρημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διατηρημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διατηρημένοι | |||||
Μεταφράσεις
διατηρώ
|
Αναφορές
- διατηρώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.