διατηρώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διατηρώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διατηρῶ, συνηρμένος τύπος του διατηρέω < δια- + τηρέω / τηρῶ (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική conserver & από την αγγλική preserve) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯a.tiˈɾo/ & /ðʝa.tiˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διατηρώ

Ρήμα

διατηρώ, αόρ.: διατήρησα, παθ.φωνή: διατηρούμαι, π.αόρ.: διατηρήθηκα, μτχ.π.π.: διατηρημένος

  1. κρατώ κάτι σε καλή κατάσταση
    διατηρείται πολύ καλά, παρ' όλο που είναι εξήντα ετών
  2. δεν αφήνω κάτι να χαλάσει ή να καταστραφεί
    διατηρούμε το τυρί στο ψυγείο
  3. κρατώ, εξακολουθώ να έχω
    διατηρώ τις επιφυλάξεις μου
  4. έχω
    διατηρώ κατάστημα ηλεκτρικών ειδών

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.