βοσκή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βοσκή | οι | βοσκές |
| γενική | της | βοσκής | των | βοσκών |
| αιτιατική | τη | βοσκή | τις | βοσκές |
| κλητική | βοσκή | βοσκές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /voˈsci/
Ομώνυμα / Ομόηχα
Ουσιαστικό
βοσκή θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βοσκός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
