θρέφω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- θρέφω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θρέφω < αρχαία ελληνική τρέφω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | θρέφω | έθρεφα | θα θρέφω | να θρέφω | θρέφοντας | |
| β' ενικ. | θρέφεις | έθρεφες | θα θρέφεις | να θρέφεις | θρέφε | |
| γ' ενικ. | θρέφει | έθρεφε | θα θρέφει | να θρέφει | ||
| α' πληθ. | θρέφουμε | θρέφαμε | θα θρέφουμε | να θρέφουμε | ||
| β' πληθ. | θρέφετε | θρέφατε | θα θρέφετε | να θρέφετε | θρέφετε | |
| γ' πληθ. | θρέφουν(ε) | έθρεφαν θρέφαν(ε) |
θα θρέφουν(ε) | να θρέφουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | έθρεψα | θα θρέψω | να θρέψω | θρέψει | ||
| β' ενικ. | έθρεψες | θα θρέψεις | να θρέψεις | θρέψε | ||
| γ' ενικ. | έθρεψε | θα θρέψει | να θρέψει | |||
| α' πληθ. | θρέψαμε | θα θρέψουμε | να θρέψουμε | |||
| β' πληθ. | θρέψατε | θα θρέψετε | να θρέψετε | θρέψτε | ||
| γ' πληθ. | έθρεψαν θρέψαν(ε) |
θα θρέψουν(ε) | να θρέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω θρέψει | είχα θρέψει | θα έχω θρέψει | να έχω θρέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις θρέψει | είχες θρέψει | θα έχεις θρέψει | να έχεις θρέψει | έχε θρεμμένο | |
| γ' ενικ. | έχει θρέψει | είχε θρέψει | θα έχει θρέψει | να έχει θρέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε θρέψει | είχαμε θρέψει | θα έχουμε θρέψει | να έχουμε θρέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε θρέψει | είχατε θρέψει | θα έχετε θρέψει | να έχετε θρέψει | έχετε θρεμμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν θρέψει | είχαν θρέψει | θα έχουν θρέψει | να έχουν θρέψει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) θρεμμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) θρεμμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) θρεμμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) θρεμμένο | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.