ανατρέφω
| Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
ανατρέφω < ανα- + τρέφω [1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
ανατρέφω
- φροντίζω και παρέχω σε παιδί τα υλικά μέσα και ό,τι άλλο είναι απαραίτητο για την ανάπτυξή του
- διαπαιδαγωγώ
Κλίση
→ λείπει η κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανατρέφομαι | ανατρεφόμουν(α) | θα ανατρέφομαι | να ανατρέφομαι | ||
| β' ενικ. | ανατρέφεσαι | ανατρεφόσουν(α) | θα ανατρέφεσαι | να ανατρέφεσαι | ανατρέφου | |
| γ' ενικ. | ανατρέφεται | ανατρεφόταν(ε) | θα ανατρέφεται | να ανατρέφεται | ||
| α' πληθ. | ανατρεφόμαστε | ανατρεφόμαστε ανατρεφόμασταν |
θα ανατρεφόμαστε | να ανατρεφόμαστε | ||
| β' πληθ. | ανατρέφεστε | ανατρεφόσαστε ανατρεφόσασταν |
θα ανατρέφεστε | να ανατρέφεστε | ανατρέφεστε | |
| γ' πληθ. | ανατρέφονται | ανατρέφονταν ανατρεφόντουσαν |
θα ανατρέφονται | να ανατρέφονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανατράφηκα | θα ανατραφώ | να ανατραφώ | ανατραφεί | ||
| β' ενικ. | ανατράφηκες | θα ανατραφείς | να ανατραφείς | αναθρεψου | ||
| γ' ενικ. | ανατράφηκε | θα ανατραφεί | να ανατραφεί | |||
| α' πληθ. | ανατραφήκαμε | θα ανατραφούμε | να ανατραφούμε | |||
| β' πληθ. | ανατραφήκατε | θα ανατραφείτε | να ανατραφείτε | ανατραφείτε | ||
| γ' πληθ. | ανατράφηκαν ανατραφήκαν(ε) |
θα ανατραφούν(ε) | να ανατραφούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ανατραφεί | είχα ανατραφεί | θα έχω ανατραφεί | να έχω ανατραφεί | αναθρεμμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ανατραφεί | είχες ανατραφεί | θα έχεις ανατραφεί | να έχεις ανατραφεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ανατραφεί | είχε ανατραφεί | θα έχει ανατραφεί | να έχει ανατραφεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανατραφεί | είχαμε ανατραφεί | θα έχουμε ανατραφεί | να έχουμε ανατραφεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ανατραφεί | είχατε ανατραφεί | θα έχετε ανατραφεί | να έχετε ανατραφεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανατραφεί | είχαν ανατραφεί | θα έχουν ανατραφεί | να έχουν ανατραφεί | ||
Μεταφράσεις
ανατρέφω
- ανατρέφω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.