βοσκηματώδης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | βοσκηματώδης | τὸ | βοσκηματῶδες | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | βοσκηματώδους | τοῦ | βοσκηματώδους | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | βοσκηματώδει | τῷ | βοσκηματώδει | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | βοσκηματώδη | τὸ | βοσκηματῶδες | ||
| κλητική ὦ! | βοσκηματῶδες | βοσκηματῶδες | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | βοσκηματώδεις | τὰ | βοσκηματώδη | ||
| γενική | τῶν | βοσκηματώδων | τῶν | βοσκηματώδων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | βοσκηματώδεσῐ(ν) | τοῖς | βοσκηματώδεσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | βοσκηματώδεις | τὰ | βοσκηματώδη | ||
| κλητική ὦ! | βοσκηματώδεις | βοσκηματώδη | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βοσκηματώδει | τὼ | βοσκηματώδει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βοσκηματώδοιν | τοῖν | βοσκηματώδοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βοσκηματώδης < αρχαία ελληνική βόσκημα, βοσκηματ- + -ώδης < βοσκή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷeh₃-
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βοσκή
Πηγές
- βοσκηματώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.