χηνοβοσκός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χηνοβοσκός οι χηνοβοσκοί
      γενική του χηνοβοσκού των χηνοβοσκών
    αιτιατική τον χηνοβοσκό τους χηνοβοσκούς
     κλητική χηνοβοσκέ χηνοβοσκοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χηνοβοσκός < ελληνιστική κοινή χηνοβοσκός < χήν(α) + -ο- + βοσκός
Σκίτσο χηνοβοσκού.

Ουσιαστικό

χηνοβοσκός αρσενικό

  1. αυτός που βόσκει χήνες
  2. ο χηνοτρόφος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.