χηνοβοσκός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χηνοβοσκός | οι | χηνοβοσκοί |
| γενική | του | χηνοβοσκού | των | χηνοβοσκών |
| αιτιατική | τον | χηνοβοσκό | τους | χηνοβοσκούς |
| κλητική | χηνοβοσκέ | χηνοβοσκοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
χηνοβοσκός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
