συντηρώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συντηρώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συντηρῶ (διατηρώ), συνηρημένος τύπος του συντηρέω < συν- + τηρέω / τηρῶ (τηρώ)
Προφορά
- ΔΦΑ : /sin.diˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐ντη‐ρώ
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐τη‐ρώ
Ρήμα
συντηρώ, πρτ.: συντηρούσα, αόρ.: συντήρησα, παθ.φωνή: συντηρούμαι, μτχ.π.ε.: συντηρούμενος, π.αόρ.: συντηρήθηκα, μτχ.π.π.: συντηρημένος
- διατηρώ ένα αντικείμενο (όπως τρόφιμα ή μηχανή) σε καλή κατάσταση
- ↪ Εξειδικευμένοι τεχνίτες της εταιρείας μας συντηρούν και επισκευάζουν το αυτοκίνητό σας.
- ενεργώ έτσι ώστε ένα φαινόμενο να συνεχίσει να εκδηλώνεται
- ↪ Οι τελευταίες φήμες συντηρούν το κλίμα του τρόμου.
- ξοδεύω χρήματα για τη διαβίωση ενός άλλου ανθρώπου
- ↪ Είναι άνεργος και τον 'συντηρεί η γυναίκα του.
- ξοδεύω χρήματα για να διατηρώ σε καλή κατάσταση ένα πράγμα
- ↪ Για να μπορείς να συντηρείς ένα τέτοιο σπίτι, πρέπει να είσαι πλούσιος.
Συγγενικά
- ασυντηρησία
- ασυντήρητα (επίρρημα)
- ασυντήρητος
- αυτοσυντήρηση
- αυτοσυντηρησία
- αυτοσυντήρητος
- αυτοσυντηρούμαι
- αυτοσυντηρούμενος
- βιοσυντήρηση
- δημοσυντήρητος
- δραχμοσυντήρητος
- δυσκολοσυντήρητος
- ευκολοσυντήρητα (επίρρημα)
- ευκολοσυντήρητος
- ιδιοσυντήρητος
- καλοσυντηρημένος
- καλοσυντηρώ
- μισθοσυντήρητος
- συντηρημένος
- συντήρηση & σύνθετα
- συνητηρήσιμος
- συντηρητέος
- συντηρητής
- συντηρητικά (επίρρημα)
- συντηρητικός, συντηρητική / συντηρητικιά, συντηρητικό
- συντηρητικότητα
- συντηρητικούρα
- συντηρητισμός
- συντηρήτρια
- συντηρούμενος
- υπερσυντηρητικός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συντηρώ | συντηρούσα | θα συντηρώ | να συντηρώ | συντηρώντας | |
| β' ενικ. | συντηρείς | συντηρούσες | θα συντηρείς | να συντηρείς | ||
| γ' ενικ. | συντηρεί | συντηρούσε | θα συντηρεί | να συντηρεί | ||
| α' πληθ. | συντηρούμε | συντηρούσαμε | θα συντηρούμε | να συντηρούμε | ||
| β' πληθ. | συντηρείτε | συντηρούσατε | θα συντηρείτε | να συντηρείτε | συντηρείτε | |
| γ' πληθ. | συντηρούν(ε) | συντηρούσαν(ε) | θα συντηρούν(ε) | να συντηρούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συντήρησα | θα συντηρήσω | να συντηρήσω | συντηρήσει | ||
| β' ενικ. | συντήρησες | θα συντηρήσεις | να συντηρήσεις | συντήρησε | ||
| γ' ενικ. | συντήρησε | θα συντηρήσει | να συντηρήσει | |||
| α' πληθ. | συντηρήσαμε | θα συντηρήσουμε | να συντηρήσουμε | |||
| β' πληθ. | συντηρήσατε | θα συντηρήσετε | να συντηρήσετε | συντηρήστε | ||
| γ' πληθ. | συντήρησαν συντηρήσαν(ε) |
θα συντηρήσουν(ε) | να συντηρήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συντηρήσει | είχα συντηρήσει | θα έχω συντηρήσει | να έχω συντηρήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συντηρήσει | είχες συντηρήσει | θα έχεις συντηρήσει | να έχεις συντηρήσει | έχε συντηρημένο | |
| γ' ενικ. | έχει συντηρήσει | είχε συντηρήσει | θα έχει συντηρήσει | να έχει συντηρήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συντηρήσει | είχαμε συντηρήσει | θα έχουμε συντηρήσει | να έχουμε συντηρήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συντηρήσει | είχατε συντηρήσει | θα έχετε συντηρήσει | να έχετε συντηρήσει | έχετε συντηρημένο | |
| γ' πληθ. | έχουν συντηρήσει | είχαν συντηρήσει | θα έχουν συντηρήσει | να έχουν συντηρήσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) συντηρημένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) συντηρημένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) συντηρημένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) συντηρημένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συντηρούμαι | συντηρούμουν | θα συντηρούμαι | να συντηρούμαι | συντηρούμενος | |
| β' ενικ. | συντηρείσαι | συντηρούσουν | θα συντηρείσαι | να συντηρείσαι | ||
| γ' ενικ. | συντηρείται | συντηρούνταν | θα συντηρείται | να συντηρείται | ||
| α' πληθ. | συντηρούμαστε | συντηρούμασταν συντηρούμαστε |
θα συντηρούμαστε | να συντηρούμαστε | ||
| β' πληθ. | συντηρείστε | συντηρούσασταν συντηρούσαστε |
θα συντηρείστε | να συντηρείστε | συντηρείστε | |
| γ' πληθ. | συντηρούνται | συντηρούνταν | θα συντηρούνται | να συντηρούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συντηρήθηκα | θα συντηρηθώ | να συντηρηθώ | συντηρηθεί | ||
| β' ενικ. | συντηρήθηκες | θα συντηρηθείς | να συντηρηθείς | συντηρήσου | ||
| γ' ενικ. | συντηρήθηκε | θα συντηρηθεί | να συντηρηθεί | |||
| α' πληθ. | συντηρηθήκαμε | θα συντηρηθούμε | να συντηρηθούμε | |||
| β' πληθ. | συντηρηθήκατε | θα συντηρηθείτε | να συντηρηθείτε | συντηρηθείτε | ||
| γ' πληθ. | συντηρήθηκαν συντηρηθήκαν(ε) |
θα συντηρηθούν(ε) | να συντηρηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω συντηρηθεί | είχα συντηρηθεί | θα έχω συντηρηθεί | να έχω συντηρηθεί | συντηρημένος | |
| β' ενικ. | έχεις συντηρηθεί | είχες συντηρηθεί | θα έχεις συντηρηθεί | να έχεις συντηρηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει συντηρηθεί | είχε συντηρηθεί | θα έχει συντηρηθεί | να έχει συντηρηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε συντηρηθεί | είχαμε συντηρηθεί | θα έχουμε συντηρηθεί | να έχουμε συντηρηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε συντηρηθεί | είχατε συντηρηθεί | θα έχετε συντηρηθεί | να έχετε συντηρηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν συντηρηθεί | είχαν συντηρηθεί | θα έχουν συντηρηθεί | να έχουν συντηρηθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι συντηρημένος - είμαστε, είστε, είναι συντηρημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν συντηρημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν συντηρημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι συντηρημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι συντηρημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι συντηρημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι συντηρημένοι | |||||
Πηγές
- συντηρώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συντηρώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.