βοσκός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βοσκός οι βοσκοί
      γενική του βοσκού των βοσκών
    αιτιατική τον βοσκό τους βοσκούς
     κλητική βοσκέ βοσκοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βοσκός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βοσκός [1]
Βοσκός με πρόβατα.

Προφορά

ΔΦΑ : /voˈskos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βοσκός

Ουσιαστικό

βοσκός αρσενικό

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη βόσκω

Σύνθετα

  • βοσκοπαίδι, βοσκόπαιδο
  • γιδοβοσκόπουλο
  • βοσκότοπος
  • βοσκοτόπι
  • -βοσκός Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -βοσκός στο Βικιλεξικό

όπως ενδεικτικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

βοσκός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βοσκός

Ουσιαστικό

βοσκός αρσενικό

  1. (επάγγελμα) βοσκός
  2. (μεταφορικά) αρχηγός

Συνώνυμα

Σύνθετα

  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -βοσκός στο Βικιλεξικό

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

βοσκός (ελληνιστική κοινή) < αποσπασμένο από αρχαία σύνθετα με -βοσκός < βόσκω

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βοσκός οἱ βοσκοί
      γενική τοῦ βοσκοῦ τῶν βοσκῶν
      δοτική τῷ βοσκ τοῖς βοσκοῖς
    αιτιατική τὸν βοσκόν τοὺς βοσκούς
     κλητική ! βοσκέ βοσκοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βοσκώ
γεν-δοτ τοῖν  βοσκοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

βοσκός αρσενικό

Σύνθετα

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -βοσκός στο Βικιλεξικό

Επίθετο

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική βοσκός βοσκή τὸ βοσκόν
      γενική τοῦ βοσκοῦ τῆς βοσκῆς τοῦ βοσκοῦ
      δοτική τῷ βοσκ τῇ βοσκ τῷ βοσκ
    αιτιατική τὸν βοσκόν τὴν βοσκήν τὸ βοσκόν
     κλητική ! βοσκέ βοσκή βοσκόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ βοσκοί αἱ βοσκαί τὰ βοσκᾰ́
      γενική τῶν βοσκῶν τῶν βοσκῶν τῶν βοσκῶν
      δοτική τοῖς βοσκοῖς ταῖς βοσκαῖς τοῖς βοσκοῖς
    αιτιατική τοὺς βοσκούς τὰς βοσκᾱ́ς τὰ βοσκᾰ́
     κλητική ! βοσκοί βοσκαί βοσκᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βοσκώ τὼ βοσκᾱ́ τὼ βοσκώ
      γεν-δοτ τοῖν βοσκοῖν τοῖν βοσκαῖν τοῖν βοσκοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

βοσκός, -ή, -όν

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.