φυλάω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φυλάω < φυλάγω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φυλάγω με αποβολή του [ɣ] < αρχαία ελληνική φυλάσσω [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /fiˈla.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐λά‐ω
- ομόηχο: φιλάω
Ρήμα
φυλάω/φυλώ, αόρ.: φύλαξα, παθ.φωνή: φυλάγομαι, π.αόρ.: φυλάχτηκα, μτχ.π.π.: φυλαγμένος
- φυλάσσω, φρουρώ, προστατεύω κάποιον ή κάτι από ενδεχόμενη επίθεση
- αναλαμβάνω να αποκρούσω ενδεχόμενη επίθεση κάποιου (και σε ομαδικά αθλήματα)
- ↪ Ο προπονητής έβαλε δύο παίκτες να φυλάνε τον επικίνδυνο επιθετικό του αντιπάλου.
- αποφεύγω απότομες κινήσεις, δεν κινώ ελεύθερα και φυσιολογικά ένα μέλος του σώματος, από φόβο λόγω πρόσφατου τραυματισμού
- στο κρυφτό (παιδικό παιχνίδι), κρατώ κλειστά τα μάτια μου μέχρι να μετρήσω έως ένα αριθμό και να προλάβουν να κρυφτούν οι συμπαίκτες μου
- κρύβω κάτι πολύτιμο (έστω για εμένα) για ώρα ανάγκης ή γενικότερα
Εκφράσεις
- τα φυλάω
- (του) το έχω φυλαγμένο
- φυλάω Θερμοπύλες
- φυλάω τσίλιες
Παροιμίες
- έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα
- ο φόβος φυλάει τα έρημα
Συγγενικά
- καιροφυλάω, καιροφυλώ
- κρυφοφυλώ
- νυχτοφυλώ
- παραφυλάω, παραφυλώ
- προφυλάω
- σφιχτοφυλάω
- → δείτε και σύνθετα του φυλάσσω / φυλάττω
θέμα φυλαγ-
- ακριβοφυλάγω
- αποφυλάγω
- αφύλαγος
- διαφυλαγμένος
- διαφυλάγω, διαφυλάγομαι
- κρυφοφυλάγω
- παραφύλαμα
- παραφύλαγμα
- παραφυλαγμένος
- παραφυλάγω, παραφυλάγομαι
- περιφυλάγω
- προφύλαγμα
- προφυλαγμένος
- προφυλάγω, προφυλάγομαι
- στερνοφυλάγω
- φύλαμα
- φυλαμένος
- φύλαγμα
- φυλαγμένος
- φυλάγω, φυλάγομαι
θέμα φυλακ-, φυλαχ- → δείτε τη λέξη φύλακας
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
Αναφορές
- φυλάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.