βοτάνη

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βοτάνη αἱ βοτάναι
      γενική τῆς βοτάνης τῶν βοτανῶν
      δοτική τῇ βοτάν ταῖς βοτάναις
    αιτιατική τὴν βοτάνην τὰς βοτάνᾱς
     κλητική ! βοτάνη βοτάναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βοτάν
γεν-δοτ τοῖν  βοτάναιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βοτάνη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

βοτάνη, -ης θηλυκό

  1. τόπος βοσκής, λιβάδι
  2. αγριόχορτο
      5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 3, 401c
    ὥσπερ ἐν κακῇ βοτάνῃ
    σαν μέσα σε κακό χορτάρι,
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greeklanguage.gr
      5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 8, 564e
    Πλούσιοι δὴ οἶμαι οἱ τοιοῦτοι καλοῦνται κηφήνων βοτάνη.
    Αυτοί, θαρρώ, οι πλούσιοι είναι που τους λένε: το βοτάνι των κηφήνων.
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greeklanguage.gr
  3. χορτάρι για ζωοτροφή, σανός
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 411 (στίχοι 410-412)
    ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἂν ἄγραυλοι πόριες περὶ βοῦς ἀγελαίας, | ἐλθούσας ἐς κόπρον, ἐπὴν βοτάνης κορέσωνται, | πᾶσαι ἅμα σκαίρουσιν ἐναντίαι·
    Πώς τα μικρά δαμάλια στους αγρούς περικυκλώνουν τις γελάδες, | όταν αυτές κοπάδι φτάνουν, απ᾽ τη βοσκή τους χορτασμένες, πίσω | στον στάβλο, κι εκείνα γύρω τους όλα χοροπηδούν·
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
      5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πρωταγόρας, 321b
    τοὐντεῦθεν τροφὰς ἄλλοις ἄλλας ἐξεπόριζεν, τοῖς μὲν ἐκ γῆς βοτάνην, ἄλλοις δὲ δένδρων καρπούς, τοῖς δὲ ῥίζας· ἔστι δ᾽ οἷς ἔδωκεν εἶναι τροφὴν ζῴων ἄλλων βοράν·
    Νοιάστηκε ακόμη το καθένα τους να βρίσκει διαφορετική τροφή, άλλο χόρτα της γης, άλλο καρπούς δέντρων κι άλλο ρίζες· μάλιστα σε μερικά έδωσε για τροφή τη σάρκα άλλων ζώων·
    Μετάφραση (2009): Ηλίας Σπυρόπουλος. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος. @greeklanguage.gr
  4. (στον πληθ.) φυτά για τη δημιουργία ρούχων
     αντώνυμα: δοραί

  • δωρικός τύπος: βοτάνα

Συγγενικά

  • ἀνθρακοβότανον
  • βοτανηφάγος
  • βοτανηφόρος
  • βοτάνηθεν
  • βοτανίδιον (υποκοριστικό)
  • βοτανικός
  • βοτάνιον (υποκοριστικό)
  • βοτανισμός
  • βοτανίζω
  • βοτανολογέω
  • βοτανολογία
  • βοτανολόγος
  • βοτανώδης
  • ἐκβοτανίζω
  • ἑλμινθοβότανον
  • ἱεροβοτάνη
  • λιποβοτανέω
  • μελισσοβότανον
  • παμβότανον
  • πολυβότανος
  • προσβοτανίζω
  • χλωροβοτάνη

 και δείτε τη λέξη βόσκω

Εκφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.