παμβώτωρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | παμβώτωρ | οἱ | παμβώτορες |
| γενική | τοῦ | παμβώτορος | τῶν | παμβωτόρων |
| δοτική | τῷ | παμβώτορῐ | τοῖς | παμβώτορσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | παμβώτορᾰ | τοὺς | παμβώτορᾰς |
| κλητική ὦ! | παμβῶτορ | παμβώτορες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παμβώτορε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | παμβωτόροιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
Πηγές
- παμβώτωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.