παμβώτωρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παμβώτωρ οἱ παμβώτορες
      γενική τοῦ παμβώτορος τῶν παμβωτόρων
      δοτική τῷ παμβώτορ τοῖς παμβώτορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν παμβώτορ τοὺς παμβώτορᾰς
     κλητική ! παμβῶτορ παμβώτορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παμβώτορε
γεν-δοτ τοῖν  παμβωτόροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παμβώτωρ < (πᾶς) παμ- + βώτωρ

Ουσιαστικό

παμβώτωρ, -ορος αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό & παμβῶτις)

  • που τρέφει τους πάντες

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.