βοτήρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
βοτηρ-
ονομαστική βοτήρ οἱ βοτῆρες
      γενική τοῦ βοτῆρος τῶν βοτήρων
      δοτική τῷ βοτῆρ τοῖς βοτῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν βοτῆρ τοὺς βοτῆρᾰς
     κλητική ! βοτήρ βοτῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βοτῆρε
γεν-δοτ τοῖν  βοτήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βοτήρ < βόσκω λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

βοτήρ αρσενικό (θηλυκό βότειρα)

Εκφράσεις

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.