αναθρέφω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναθρέφω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

αναθρέφω

  • (λαϊκότροπο) ανατρέφω
      Μ' άφησε τρία μικρά... μην τα ρωτάς τι τράβηξα να τ' αναθρέψω. (Γιάννης Γουδέλης, Μικρή μετανάστευση σε μεγάλη ηλικία)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.