βοτανικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βοτανικός | η | βοτανική | το | βοτανικό |
| γενική | του | βοτανικού | της | βοτανικής | του | βοτανικού |
| αιτιατική | τον | βοτανικό | τη | βοτανική | το | βοτανικό |
| κλητική | βοτανικέ | βοτανική | βοτανικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βοτανικοί | οι | βοτανικές | τα | βοτανικά |
| γενική | των | βοτανικών | των | βοτανικών | των | βοτανικών |
| αιτιατική | τους | βοτανικούς | τις | βοτανικές | τα | βοτανικά |
| κλητική | βοτανικοί | βοτανικές | βοτανικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βοτανικός < (ελληνιστική κοινή) βοτανικός < βοτάνη < βόσκω
Προφορά
- ΔΦΑ : /vo.ta.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βο‐τα‐νι‐κός
Επίθετο
βοτανικός, -ή, -ό
Πολυλεκτικοί όροι
- βοτανικός κήπος: αγρός όπου καλλιεργούνται υποδειγματικά διάφορα φυτά για διδακτικούς και γενικότερους επιστημονικούς λόγους
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.