βοτανικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βοτανικός η βοτανική το βοτανικό
      γενική του βοτανικού της βοτανικής του βοτανικού
    αιτιατική τον βοτανικό τη βοτανική το βοτανικό
     κλητική βοτανικέ βοτανική βοτανικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βοτανικοί οι βοτανικές τα βοτανικά
      γενική των βοτανικών των βοτανικών των βοτανικών
    αιτιατική τους βοτανικούς τις βοτανικές τα βοτανικά
     κλητική βοτανικοί βοτανικές βοτανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βοτανικός < (ελληνιστική κοινή) βοτανικός < βοτάνη < βόσκω

Προφορά

ΔΦΑ : /vo.ta.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βοτανικός

Επίθετο

βοτανικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τη βοτανική, τα βότανα ή τα φυτά ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. που αποτελείται από βότανα ή φυτά

Πολυλεκτικοί όροι

  • βοτανικός κήπος: αγρός όπου καλλιεργούνται υποδειγματικά διάφορα φυτά για διδακτικούς και γενικότερους επιστημονικούς λόγους

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.