προβοσκίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προβοσκίς αἱ προβοσκίδες
      γενική τῆς προβοσκίδος τῶν προβοσκίδων
      δοτική τῇ προβοσκίδ ταῖς προβοσκίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν προβοσκίδ τὰς προβοσκίδᾰς
     κλητική ! προβοσκίς* προβοσκίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προβοσκίδε
γεν-δοτ τοῖν  προβοσκίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προβοσκίς < πρό + βόσκω

Ουσιαστικό

προβοσκίς θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.