οργιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

οργιάζω < αρχαία ελληνική ὀργιάζω

Ρήμα

οργιάζω, πρτ.: οργίαζα, στ.μέλλ.: θα οργιάσω, αόρ.: οργίασα

  1. συμμετέχω σε όργιο, σε ομαδική ακολασία
  2. (σε σχήμα υπερβολής) διασκεδάζω
  3. (μεταφορικά) βρίσκομαι σε κατάσταση έντονης ανάπτυξης χωρίς φραγμούς
    η φαντασία σου οργιάζει
    ... για ένα ταξίδι στο παρελθόν, «τότε που η βλάστηση οργίαζε παντού και οι μόνοι βασιλιάδες ήταν τα δένδρα». (από άρθρο στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 2 Απριλίου 2011)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.