οργιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- οργιάζω < αρχαία ελληνική ὀργιάζω
Ρήμα
οργιάζω, πρτ.: οργίαζα, στ.μέλλ.: θα οργιάσω, αόρ.: οργίασα
- συμμετέχω σε όργιο, σε ομαδική ακολασία
- (σε σχήμα υπερβολής) διασκεδάζω
- (μεταφορικά) βρίσκομαι σε κατάσταση έντονης ανάπτυξης χωρίς φραγμούς
- η φαντασία σου οργιάζει
- ... για ένα ταξίδι στο παρελθόν, «τότε που η βλάστηση οργίαζε παντού και οι μόνοι βασιλιάδες ήταν τα δένδρα». (από άρθρο στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 2 Απριλίου 2011)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.