χιονόβοσκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
χιονόβοσκος, ος, ον
- που τον θρέφουν τα χιόνια, που τρέφεται από το χιόνι (ποιητικη έκφραση)
- Δῖον πάμβοτον ἄλσος, λειμῶνα χιονόβοσκον, ὅντ᾽ ἐπέρχεται Τυφῶ μένος, ὕδωρ τε Νείλου νόσοις ἄθικτον (Αισχύλος)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.