γηροβοσκός

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γηροβοσκός < γῆρας και βόσκω (τρέφω)

Επίθετο

γηροβοσκός, ός, όν

  • γηροκόμος, εκείνος που διατρέφει και φροντίζει ηλικιωμένο, συνήθως το γονιό του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.