αἰγοβοσκός
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | αἰγοβοσκός | οἱ | αἰγοβοσκοί |
| γενική | τοῦ | αἰγοβοσκοῦ | τῶν | αἰγοβοσκῶν |
| δοτική | τῷ | αἰγοβοσκῷ | τοῖς | αἰγοβοσκοῖς |
| αιτιατική | τὸν | αἰγοβοσκόν | τοὺς | αἰγοβοσκούς |
| κλητική ὦ! | αἰγοβοσκέ | αἰγοβοσκοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἰγοβοσκώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | αἰγοβοσκοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.