στερέωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στερέωση οι στερεώσεις
      γενική της στερέωσης* των στερεώσεων
    αιτιατική τη στερέωση τις στερεώσεις
     κλητική στερέωση στερεώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, στερεώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στερέωση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

στερέωση θηλυκό

  1. η ενέργεια του στερεώνω
  2. η διαδικασία εμβάπτισης φιλμ, σλάιντς ή φωτογραφικού χαρτιού, μετά την εμφάνιση, σε ειδικό υλικό το οποίο απομακρύνει ορισμένα στοιχεία από το εμφανισμένο υλικό (θετικό ή αρνητικό) ώστε να μην αποχρωματιστεί με την πάροδο του χρόνου
  3. (κατ’ επέκταση) το υλικό που χρησιμοποιείται για τη διαδικασία της στερέωσης (2)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.