αμέταλλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμέταλλος η αμέταλλη το αμέταλλο
      γενική του αμέταλλου της αμέταλλης του αμέταλλου
    αιτιατική τον αμέταλλο την αμέταλλη το αμέταλλο
     κλητική αμέταλλε αμέταλλη αμέταλλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμέταλλοι οι αμέταλλες τα αμέταλλα
      γενική των αμέταλλων των αμέταλλων των αμέταλλων
    αιτιατική τους αμέταλλους τις αμέταλλες τα αμέταλλα
     κλητική αμέταλλοι αμέταλλες αμέταλλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμέταλλος < α- + μέταλλο + -ος ((μεταφραστικό δάνειο) (γερμανικά) Nichtmetall)

Επίθετο

αμέταλλος, -η, -ο

  • (χημεία) που έχει σχέση με τα αμέταλλα ή αναφέρεται σ’ αυτά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.