azot

Αζεριανά (az)

Ουσιαστικό

azot (az)

  1. (χημεία) το άζωτο



Αλβανικά (sq)

Ουσιαστικό

azot (sq)

  1. (χημεία) το άζωτο



Ουζμπεκικά (uz)

Ουσιαστικό

azot (uz)

  1. (χημεία) το άζωτο



Πολωνικά (pl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

azot (pl)

  1. (χημεία) το άζωτο



Ρουμανικά (ro)

Ουσιαστικό

azot (ro)

  1. (χημεία) το άζωτο



Σερβικά (sr)

Ουσιαστικό

azot (sr)

  • λατινική γραφή του азот



Τουρκικά (tr)

Ουσιαστικό

azot (tr)

  1. (χημεία) το άζωτο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.