ἀ-


Αρχαία ελληνικά (grc)

Πρόθημα

ἀ-

  1. στερητικό πρόθημα, και ἀν-· τονούμενα ἄ-, ἄν-
    ϋπνία
     συνώνυμα: νη-
    λατινικός όρος: alpha privativum
  2. αθροιστικό πρόθημα (με ψιλή) < ἁ- (με δασεία)
    ἀθρόος (με ψιλή), πας (με δασεία)
    λατινικός όρος: alpha copulativum
  3. επιτατικό πρόθημα
    λατινικός όρος: alpha intensivum
  4. λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
    λατινικός όρος: alpha euphonicum

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀ- στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.