αζωτούχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αζωτούχος η αζωτούχος
& αζωτούχα
το αζωτούχο
      γενική του αζωτούχου της αζωτούχου
& αζωτούχας
του αζωτούχου
    αιτιατική τον αζωτούχο την αζωτούχο
& αζωτούχα
το αζωτούχο
     κλητική αζωτούχε αζωτούχε
& αζωτούχα
αζωτούχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αζωτούχοι οι αζωτούχοι
& αζωτούχες
τα αζωτούχα
      γενική των αζωτούχων των αζωτούχων των αζωτούχων
    αιτιατική τους αζωτούχους τις αζωτούχους
& αζωτούχες
τα αζωτούχα
     κλητική αζωτούχοι αζωτούχοι
& αζωτούχες
αζωτούχα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αζωτούχος < άζωτ(ο) + -ούχος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική azoté[1] [2]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.zoˈtu.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αζωτούχος

Επίθετο

αζωτούχος, -ος/α, -ο

Σύνθετα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αζωτούχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αζωτούχος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.