азот

Βουλγαρικά (bg)

Ουσιαστικό

азот (bg)

  1. (χημεία) το άζωτο



Λευκορωσικά (be)

Ουσιαστικό

азот (be)

  1. (χημεία) το άζωτο



Μογγολικά (mn)

Ουσιαστικό

азот (mn)

  1. (χημεία) το άζωτο



Ουκρανικά (uk)

Ουσιαστικό

азот (uk)

  1. (χημεία) το άζωτο



Ρωσικά (ru)

Ουσιαστικό

азот (ru)

  1. (χημεία) το άζωτο



Σερβικά (sr)

Ουσιαστικό

азот (sr) (λατινική γραφή: azot) αρσενικό

  1. (χημεία) το άζωτο



Σλαβομακεδονικά (mk)

Ουσιαστικό

азот (mk)

  1. (χημεία) το άζωτο



Τατζικικά (tg)

Ουσιαστικό

азот (tg)

  1. (χημεία) το άζωτο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.