χωρίς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χωρίς < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χωρίς < χῶρος (/ χώρα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰeh₁ro- (εγκαταλειμμένος, έρημος)

Προφορά

ΔΦΑ : /xoˈɾιs/

Πρόθεση

χωρίς

  1. (+ αιτιατική) μη έχοντας, μη συμπεριλαμβάνοντας (το εμπρόθετο δηλώνει εξαίρεση ή απουσία)
    ζει μόνος του, χωρίς οικογένεια
    το ταξίδι μάς στοίχισε 2000€, χωρίς τα αεροπορικά εισιτήρια
    • (με παράλειψη της αιτιατικής)
      δύο πίτες γύρο με τζατζίκι και μία χωρίς, παρακαλώ
  2. (+ βουλητική πρόταση) δηλώνει αρνητικά τον τρόπο
    έγραψε καλά χωρίς να έχει διαβάσει πάρα πολύ

Συνώνυμα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χωρίς < χῶρος (/ χώρα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰeh₁ro- (εγκαταλειμμένος, έρημος)

Επίρρημα

χωρίς

  1. άνευ, δίχως, εκτός, πλήν
  2. χωριστά, ένας-ένας, μεμονωμένα
  3. διαφορετικά
  4. προσέτι
    χωρίς μέν... χωρίς δέ :! από τη μία..., όμως από την άλλη...

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.