νίτρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νίτρο τα νίτρα
      γενική του νίτρου των νίτρων
    αιτιατική το νίτρο τα νίτρα
     κλητική νίτρο νίτρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νίτρο < αρχαία ελληνική νίτρον

Ουσιαστικό

νίτρο ουδέτερο

  1. κοινή ονομασία των νιτρικών αλάτων, των αλκαλίων και των γαιαλκαλίων, κυρίως όμως του νιτρικού καλίου και του νιτρικού νατρίου
  2. (ειδικότερα) τα καυστικά διαλύματα των νιτρικών αλάτων, αλκαλίων ή γαιαλκαλίων
  3. (αργκό) μείγμα οξειδίων του αζώτου που βελτιώνει την καύση των οχημάτων
    Βάλ'του νίτρο, θέλω να πάω με χίλια απόψε.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.