αέριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αέριο τα αέρια
      γενική του αερίου
& αέριου
των αερίων
    αιτιατική το αέριο τα αέρια
     κλητική αέριο αέρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αέριο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αέριος

Ουσιαστικό

αέριο ουδέτερο

  1. φυσικό σώμα σε αέρια κατάσταση
    το οξυγόνο υπό κανονικές συνθήκες είναι αέριο
  2. (ιατρική, μόνο στον πληθυντικό) τα αέρια που παράγονται κατά τη διαδικασία της πέψης στο πεπτικό σύστημα
    νιώθω άσχημα, γιατί έχω πολλά αέρια
  3. πορδή, κλανιά όταν εξέρχονται
  4. (κατά τον Α΄ Π.Π. έως το τέλος του 19ου αιώνα) τοξικές ουσίες στο χημικό πόλεμο
  5. (φυσική, χημεία) ρευστό χωρίς επιφανειακή τάση
  6. (προφορικό) το γκάζι, το υγραέριο

Πολυλεκτικοί όροι

  • ευγενή αέρια
  • μάσκα αερίων (για να προφυλάσσονται από παρουσία τυχόν δηλητηριωδών αερίων)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αέριο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.