αζωθαιμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αζωθαιμία | οι | αζωθαιμίες |
| γενική | της | αζωθαιμίας | των | αζωθαιμιών |
| αιτιατική | την | αζωθαιμία | τις | αζωθαιμίες |
| κλητική | αζωθαιμία | αζωθαιμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.zo.θeˈmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ζω‐θαι‐μί‐α
-
Azotemia στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
- Με τροπή τ > θ πριν από δασυνόμενο δίψηφο φωνήεν: αἷμα.
- αζωθαιμία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.