-γράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η -γράφος οι -γράφοι
      γενική του/της -γράφου των -γράφων
    αιτιατική τον/τη(ν) -γράφο τους/τις -γράφους
     κλητική -γράφε -γράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-γράφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -γράφος < αρχαία ελληνική γράφω. Για τους σύγχρονους όρους < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία -graph (λόγιο δάνειο) αγγλική -graph ή γαλλική -graphe < νεολατινική -graphus[1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɣɾa.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -γράφος

Επίθημα

-γράφος αρσενικό ή θηλυκό (ή αρσενικό) - συγκρίνετε με το -γραφος

Σημειώσεις

  •  δείτε και το επίθημα -γραφος με παθητική σημασία: που είναι γραμμένο

Σύνθετα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη γραφή

Αναφορές

  1. -γράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. -γράφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -γράφος οἱ -γράφοι
      γενική τοῦ -γράφου τῶν -γράφων
      δοτική τῷ -γράφ τοῖς -γράφοις
    αιτιατική τὸν -γράφον τοὺς -γράφους
     κλητική ! -γράφε -γράφοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -γράφω
γεν-δοτ τοῖν  -γράφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-γράφος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική γράφ(ω) + -ος

Επίθημα

-γράφος, -ου αρσενικό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη γραφή

Σύνθετα

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -γράφος στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.