μηχανογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | μηχανογράφος | οι | μηχανογράφοι |
| γενική | του/της | μηχανογράφου | των | μηχανογράφων |
| αιτιατική | τον/τη | μηχανογράφο | τους/τις | μηχανογράφους |
| κλητική | μηχανογράφε | μηχανογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μηχανογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική mécanographe. [1] Μορφολογικά αναλύεται σε μηχανο- + -γράφος. Δείτε και το μεσαιωνικό μηχανογράφος.
Προφορά
- ΔΦΑ : /mi.xa.noˈɣɾa.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μη‐χα‐νο‐γρά‐φος
Ουσιαστικό
μηχανογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) υπάλληλος ειδικευμένος στις εργασίες μηχανογράφησης, λογιστής
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μηχανογράφος
|
|
Αναφορές
- μηχανογράφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ουσιαστικό
μηχανογράφος αρσενικό
- → ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- μηχανογράφος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- μηχανογράφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.