γεωγράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η γεωγράφος οι γεωγράφοι
      γενική του/της γεωγράφου των γεωγράφων
    αιτιατική τον/τη γεωγράφο τους/τις γεωγράφους
     κλητική γεωγράφε γεωγράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γεωγράφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γεωγράφος < γεω- (γῆ) + -γράφος

Ουσιαστικό

γεωγράφος αρσενικό ή θηλυκό

  • (γεωγραφία, επάγγελμα) ο επιστήμονας που μελετά τα φυσικά χαρακτηριστικά ενός τόπου και/ή τις ανθρώπινες δραστηριότητες και την οικονομία ενός τόπου· ο ειδικός στη γεωγραφία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.