γλωσσογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η γλωσσογράφος οι γλωσσογράφοι
      γενική του/της γλωσσογράφου των γλωσσογράφων
    αιτιατική τον/τη γλωσσογράφο τους/τις γλωσσογράφους
     κλητική γλωσσογράφε γλωσσογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γλωσσογράφος < ελληνιστική κοινή γλωσσογράφος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε γλωσσο- + -γράφος

Ουσιαστικό

γλωσσογράφος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (λεξικογραφία) που ασχολείται με τη γλωσσογραφία συλλέγοντας και ερμηνεύοντας δύσχρηστες λέξεις, τις «γλώσσες»
    δείτε και γλωσσογραφία
  2. (φιλολογία) σχολιαστής κειμένων, για τη διευκόλυνση της κατανόησής τους
  3. (νομικός όρος, επάγγελμα) ειδικότερα μεσαιωνικοί σχολιαστές κειμένων του Ρωμαϊκού Δικαίου οι οποίοι έγραφαν τα σχόλιά τους στο περιθώριο του ερμηνευόμενου χωρίου

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.