προχειρογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η προχειρογράφος οι προχειρογράφοι
      γενική του/της προχειρογράφου των προχειρογράφων
    αιτιατική τον/την προχειρογράφο τους/τις προχειρογράφους
     κλητική προχειρογράφε προχειρογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προχειρογράφος < πρόχειρος + -ο- + -γράφος

Ουσιαστικό

προχειρογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προχειρογράφος οἱ προχειρογράφοι
      γενική τοῦ προχειρογράφου τῶν προχειρογράφων
      δοτική τῷ προχειρογράφ τοῖς προχειρογράφοις
    αιτιατική τὸν προχειρογράφον τοὺς προχειρογράφους
     κλητική ! προχειρογράφε προχειρογράφοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προχειρογράφω
γεν-δοτ τοῖν  προχειρογράφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προχειρογράφος < πρόχειρος + -ο- + -γράφος

Ουσιαστικό

προχειρογρᾰ́φος αρσενικό

  • προχειράριος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.