προχειρογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | προχειρογράφος | οι | προχειρογράφοι |
| γενική | του/της | προχειρογράφου | των | προχειρογράφων |
| αιτιατική | τον/την | προχειρογράφο | τους/τις | προχειρογράφους |
| κλητική | προχειρογράφε | προχειρογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
προχειρογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- που χαρακτηριστικό είναι η προχειρότητα ως προς τη γραφή
Συγγενικά
- προχειρογραφία
- → δείτε τις λέξεις πρόχειρος, χέρι και γράφω
Μεταφράσεις
προχειρογράφος
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | προχειρογράφος | οἱ | προχειρογράφοι |
| γενική | τοῦ | προχειρογράφου | τῶν | προχειρογράφων |
| δοτική | τῷ | προχειρογράφῳ | τοῖς | προχειρογράφοις |
| αιτιατική | τὸν | προχειρογράφον | τοὺς | προχειρογράφους |
| κλητική ὦ! | προχειρογράφε | προχειρογράφοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προχειρογράφω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | προχειρογράφοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- προχειράριος
Πηγές
- προχειρογράφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.