πινακογράφος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πινακογράφος < αρχαία ελληνική πίναξ + γράφω
Ουσιαστικό
πῐνᾰκογράφος αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) κάποιος που δημιουργεί χάρτες, χαρτογράφος
- (ελληνιστική κοινή) κάποιος που φτιάχνει λίστες ή καταλόγους, καταλογογράφος
Συγγενικά
- πινακογραφέω
- πινακογραφία
- πινακογραφικός
- → δείτε τις λέξεις πίναξ και γράφω
Πηγές
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- πινακογράφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.