θαλασσογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η θαλασσογράφος οι θαλασσογράφοι
      γενική του/της θαλασσογράφου των θαλασσογράφων
    αιτιατική τον/τη θαλασσογράφο τους/τις θαλασσογράφους
     κλητική θαλασσογράφε θαλασσογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θαλασσογράφος < λείπει η ετυμολογία. Μορφολογικά αναλύεται σε θαλασσο- + -γράφος

Ουσιαστικό

θαλασσογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.