θαλασσογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | θαλασσογράφος | οι | θαλασσογράφοι |
| γενική | του/της | θαλασσογράφου | των | θαλασσογράφων |
| αιτιατική | τον/τη | θαλασσογράφο | τους/τις | θαλασσογράφους |
| κλητική | θαλασσογράφε | θαλασσογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θαλασσογράφος < → λείπει η ετυμολογία. Μορφολογικά αναλύεται σε θαλασσο- + -γράφος
Ουσιαστικό
θαλασσογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- ζωγράφος που ζωγραφίζει θαλασσινά θέματα (θαλασσογραφίες)
Μεταφράσεις
θαλασσογράφος
|
|
Πηγές
- θαλασσογράφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- θαλασσογράφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θαλασσογράφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.