βιβλιογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η βιβλιογράφος οι βιβλιογράφοι
      γενική του/της βιβλιογράφου των βιβλιογράφων
    αιτιατική τον/τη βιβλιογράφο τους/τις βιβλιογράφους
     κλητική βιβλιογράφε βιβλιογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βιβλιογράφος < (λόγιο δάνειο) γαλλική bibliographe < βιβλιο- + -γράφος

Προφορά

ΔΦΑ : /vi.vli.oˈɣra.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βιβλιογράφος

Ουσιαστικό

βιβλιογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.