παραδοξογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η παραδοξογράφος οι παραδοξογράφοι
      γενική του/της παραδοξογράφου των παραδοξογράφων
    αιτιατική τον/την παραδοξογράφο τους/τις παραδοξογράφους
     κλητική παραδοξογράφε παραδοξογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραδοξογράφος < μεσαιωνική ελληνική παραδοξογράφος [1] < παράδοξ(ος) + -ο- + -γράφος[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾa.ðo.ksoˈɣɾa.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παραδοξογράφος

Ουσιαστικό

παραδοξογράφος αρσενικό

  1. (φιλολογία, στην ύστερη αρχαιότητα) συγγραφέας παράδοξων, απίθανων ιστοριών
      Ο 3ος αι. π.Χ. είναι ο αιώνας που γεννιέται η παραδοξογραφία ως παρα-φιλολογικό και ημι-επιστημονικό είδος. Ο Καλλίμαχος ο Κυρηναίος είναι ίσως ο πρώτος που συγκρότησε μια συλλογή παραδόξων με τίτλο «Θαυμάτων τῶν εἰς ἅπασαν τὴν γῆν κατὰ τόπους ὄντων συναγωγή», ένα έργο που δημιούργησε μια ολόκληρη γενιά παραδοξογράφων, μεταξύ των οποίων ο μαθητής του Φιλοστέφανος από την Κυρήνη και ο Αντίγονος ο Καρύστιος.
    Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός. Ελληνιστική Γραμματεία. Εβίνα Σιστάκου, Παραδοξογραφία
  2. (γενικότερα αρσενικό ή θηλυκό) που συγγράφει παράδοξες, απίθανες ή παράξενες ιστορίες[1]

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. παραδοξογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

παραδοξογράφος < παράδοξ(ος) + -ο- + -γράφος

Ουσιαστικό

παραδοξογράφος αρσενικό

  • (φιλολογία) συγγραφέας παράδοξων ιστοριών, παραδοξογράφος
      12ος αιώνας, Ιωάννης Τζέτζης @books.google
    Ἀνθέμιος μέν πρώτιστον, ὁ παραδοξογράφος,
    Ιωάννης Τζέτζης, Ioannis Tzetzae Historiarum variarum Chiliades: Graece, textum ad fidem duorum codicum monacensium recognovit. Γερμανία (1826): C.G. Vogelii. σελ. 46, στιχ. 151

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.