κοσμογράφος

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / κοσμογράφος τὸ κοσμογράφον
      γενική τοῦ/τῆς κοσμογράφου τοῦ κοσμογράφου
      δοτική τῷ/τῇ κοσμογράφ τῷ κοσμογράφ
    αιτιατική τὸν/τὴν κοσμογράφον τὸ κοσμογράφον
     κλητική ! κοσμογράφε κοσμογράφον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ κοσμογράφοι τὰ κοσμογράφ
      γενική τῶν κοσμογράφων τῶν κοσμογράφων
      δοτική τοῖς/ταῖς κοσμογράφοις τοῖς κοσμογράφοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς κοσμογράφους τὰ κοσμογράφ
     κλητική ! κοσμογράφοι κοσμογράφ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κοσμογράφω τὼ κοσμογράφω
      γεν-δοτ τοῖν κοσμογράφοιν τοῖν κοσμογράφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κοσμογράφος < κοσμο- + -γράφος

Επίθετο

κοσμογράφος, -ος, -ον

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις κόσμος και γράφω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.