κοσμογράφος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | κοσμογράφος | τὸ | κοσμογράφον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | κοσμογράφου | τοῦ | κοσμογράφου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | κοσμογράφῳ | τῷ | κοσμογράφῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | κοσμογράφον | τὸ | κοσμογράφον | ||
| κλητική ὦ! | κοσμογράφε | κοσμογράφον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | κοσμογράφοι | τὰ | κοσμογράφᾰ | ||
| γενική | τῶν | κοσμογράφων | τῶν | κοσμογράφων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | κοσμογράφοις | τοῖς | κοσμογράφοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | κοσμογράφους | τὰ | κοσμογράφᾰ | ||
| κλητική ὦ! | κοσμογράφοι | κοσμογράφᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κοσμογράφω | τὼ | κοσμογράφω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κοσμογράφοιν | τοῖν | κοσμογράφοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κοσμογράφος < κοσμο- + -γράφος
Πηγές
- κοσμογράφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.