γράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γράφος οι γράφοι
      γενική του γράφου των γράφων
    αιτιατική τον γράφο τους γράφους
     κλητική γράφε γράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αναπαράσταση γράφου με 6 κόμβους και 7 ακμές.

Ετυμολογία

γράφος < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɣɾa.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γράφος

Ουσιαστικό

γράφος αρσενικό

  • (μαθηματικά, πληροφορική) δομή όπου ένα σύνολο αντικειμένων είναι με κάποιον τρόπο ανά ζεύγη συσχετισμένα. Τα αντικείμενα ονομάζονται κόμβοι και οι συσχετίσεις μεταξύ τους ακμές

Συνώνυμα

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Πηγές

  • γράφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc)

ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.