ζωγράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ζωγράφος οι ζωγράφοι
      γενική του/της ζωγράφου των ζωγράφων
    αιτιατική τον/τη ζωγράφο τους/τις ζωγράφους
     κλητική ζωγράφε ζωγράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ζωγράφοι σε πάρκο

Ετυμολογία

ζωγράφος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ζωγράφος [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /zoˈɣɾa.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζωγράφος

Ουσιαστικό

ζωγράφος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ζωγράφος οἱ ζωγράφοι
      γενική τοῦ ζωγράφου τῶν ζωγράφων
      δοτική τῷ ζωγράφ τοῖς ζωγράφοις
    αιτιατική τὸν ζωγράφον τοὺς ζωγράφους
     κλητική ! ζωγράφε ζωγράφοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ζωγράφω
γεν-δοτ τοῖν  ζωγράφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζωγράφος < ζωή ή ζωός (ζωντανός) + -γράφος (γράφω)[1]

Ουσιαστικό

ζωγράφος αρσενικό

  1. (επάγγελμα) αυτός που ζωγραφίζει εκ του φυσικού, που αναπαριστά θέματα από τη ζωή (ή τη φύση)
  2. (γενικότερα) ο ζωγράφος

Παράγωγα

Σύνθετα

  • ἀναζωγραφέω, ῶ
  • ἀναζωγράφημα
  • ἀναζωγράφησις
  • ἀποζωγραφέω, ῶ
  • διαζωγραφέω, ῶ
  • ἐνζωγραφέω, ῶ
  • παραζωγραφέω, ῶ
  • προαναζωγραφέω, ῶ
  • προσαναζωγραφέω, ῶ
  • ὑποζωγραφέω, ῶ

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.