λαογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | λαογράφος | οι | λαογράφοι |
| γενική | του/της | λαογράφου | των | λαογράφων |
| αιτιατική | τον/τη | λαογράφο | τους/τις | λαογράφους |
| κλητική | λαογράφε | λαογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λαογράφος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
λαογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ο επιστήμονας που μελετάει το λαϊκό παραδοσιακό πολιτισμό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.